ἑξακοσίαρχος

ἑξακόσιοι

ἑξακοσιοστός
ἑξακόσιοι, αι, α [ᾰκ] six cents, Hdt. 1, 51, etc. ; Xén. An. 5, 5, 4, etc.
Étym. ἕξ, -κοσιοι.