ἑξακοσιοστός

ἑξακοτυλιαῖος

ἐξακουστέον
ἑξα·κοτυλιαῖος, α, ον [ᾰῠ] de six cotyles, Sext. 143, 29 Bkk.
Étym. ἕξ, κοτύλη.