ἑξαμερής

ἑξάμετρος

ἑξαμηνιαῖος
ἑξά·μετρος, ος, ον [] de six mesures ou pieds, hexamètre, Hdt. 1, 47, etc. ; Plat. Leg. 810d ; Jos. A.J. 2, 16, 4, etc. ; τὸ ἑξάμετρον (s. e. ἔπος ou μέτρον) Arstt. Rhet. 3, 1, 9 ; Paus. 5, 19, 3 ; 10, 5, 7, le vers hexamètre.
Étym. ἕξ, μέτρον.