ἐξαπαιτέω-ῶ

ἑξαπάλαιστος

ἐξαπαλλάττω
ἑξα·πάλαιστος, ος, ον [ᾰᾰ] long ou large de six palmes, Hdt. 1, 50 ; 2, 149.
Étym. ἕξ, παλαιστή.