ἑξάωρος

ἑξδάκτυλος

ἐξεάω-εῶ
ἑξ·δάκτυλος, ος, ον [] de six doigts, CIA. 807, a, 117 (330 av. J.-C.) ||
E Qqf. écrit ἑγδάκτυλος, CIA. 2, 808, b, 167 (326 av. J.-C.) etc. ; v. Meisterh. p. 125, 4.
Étym. ἕξ, δ. ; cf. ἑξαδάκτυλος.