ἑξπηχυστί

ἕξπους

ἐξυϐρίζω
ἕξ·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, c. ἑξάπους ou ἕκπους, Plat. com. 2-2, 690, 35 Mein. ; cf. EA. 1886, p. 205-6, 83-4 (commenc. du 4e siècle av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 125, 4.