ἔωσι

ἕωσπερ

ἑωσφόρος
ἕωσ·περ, ou ἕως περ, conj. aussi longtemps que, tant que, se construit comme ἕως, v. ἕως 2, Thc. 7, 19 ; Xén. Cyr. 7, 5, 39 ; Hell. 6, 5, 12 ; 7, 2, 23 ; Plat. Phæd. 243e ; Dém. 791, 13, etc. (ἕως 2, περ).