ἱδρώτιον

ἱδρωτοποιέω-ῶ

ἱδρωτοποιΐα
ἱδρωτοποιέω-ῶ, faire suer, d’où au pass. suer, Arstt. Probl. 2, 42.
Étym. ἱδρωτοποιός.