ἱεράομαι

ἱεραπολία

Ἱεραπολιῆτις
*ἱεραπολία, seul. ion. ἱερηπολίη, ης () fonction de prêtre, Syn. 327b.
Étym. ἱερός, -πολος ; cf. αἰπόλος.