ἱερόδουλος

ἱεροδρόμος

ἱεροθαλλής
*ἱερο·δρόμος, ion. ἱρο·δρόμος, ος, ον, qui s’épanche en flots sacrés, Anth. 9, 319.
Étym. ἱ. δραμεῖν.