ἱεροϐοτάνη

ἱερογλυφικός

ἱερογλύφος
ἱερογλυφικός, ή, όν [] hiéroglyphique ; τὰ ἱερογλυφικά (s. e. γράμματα) Plut. M. 354f; Luc. Philops. 21 ; Clém. 657, hiéroglyphes, caractères de l’écriture sacrée des prêtres égyptiens.
Étym. ἱερογλύφος.