ἱερογομφία

ἱερογραμματεύς

ἱερογραφικός
ἱερο·γραμματεύς, έως () [μᾰ] prêtre ou docteur qui interprète les saintes écritures, en Égypte, Luc. Macr. 4 ; Jos. c. Ap. 1, 32, etc.
Étym. ἱ. γρ.