ἱερολογία

ἱερομαθής

ἱερομανία
ἱερο·μαθής, ής, ές [] qui s’instruit dans les choses saintes, Job. mon. (Phot. Bibl. p. 208 a, l. 41 Bekker).
Étym. ἱ. μανθάνω.