ἱερομανία

ἱερομηνία

ἱερομήνια
ἱερο·μηνία, ας () fête de chaque mois, jour de fête, en gén. Pd. N. 3, 43 ; Thc. 3, 56 et 65 ; Dém. 710, 1.
Étym. ἱ. μήν.