ἱεροποιέω-ῶ

ἱεροποιΐα

ἱεροποιός
ἱεροποιΐα, ας () soin des choses saintes, fonction sacrée, Jos. A.J. 14, 10, 23 ; Clém. Str. 4, 22, § 143.
Étym. ἱεροποιός.