ἱερόχθων

ἱεροψάλτης

ἱερόψυχος
ἱερο·ψάλτης, ου () chantre sacré, Spt. 1 Esdr. 1, 14 ; Antioch. (Jos. A.J. 12, 3, 3).
Étym. ἱ. ψάλτης.