ἱκανός

ἱκανότης

ἱκανόω-ῶ
ἱκανότης, ητος () [ῐᾰ] suffisance, c. à d.
1 quantité ou longueur suffisante, Plat. Leg. 930c ||
2 aptitude, capacité, Plat. Lys. 215a ; NT. 2 Cor. 3, 5.
Étym. ἱκανός.