Ἱκέσιος

ἱκεταδόκος

Ἱκεταονίδης
ἱκετα·δόκος, ος, ον [ῐᾱ] qui accueille les suppliants, Eschl. Suppl. 713.
Étym. ἱκέτης, δέχομαι.