ἱλαρεύομαι

ἱλαρία

ἱλαρός
ἱλαρία, ας () [ῐᾰρ] c. ἱλαρότης, Hérodotus (Orib. 1, 411 B.-Dar.); Luc. Am. 17 dout. ; Artém. 278 Reiff.