ἱμαντόπους

ἱμαντώδης

ἱμάντωσις
ἱμαντώδης, ης, ες [] semblable à une courroie, Plut. Tim. 76c; Diosc. 2, 201 ; 5, 156.
Étym. ἱμάς, -ωδης.