ἱματιδάριον

ἱματίδιον

ἱματίζω
ἱματίδιον, ου (τὸ) [ῑᾰῐδ] petit vêtement, Ar. Pl. 985 ; Lys. (Poll. 7, 42) ||
E Crase θαἰματίδια, p. τὰ ἱμ. Ar. Lys. 401.
Étym. dim. d’ἱμάτιον.