ἱππεραστής

ἵππερος

ἵππευμα
ἵππ·ερος, ου () folle passion pour les chevaux, Ar. Nub. 74 ||
E Formé c. ἴκτερος, ὕδερος, etc., avec jeu de mots sur ἔρος, c. ἔρως.
Étym. ἵ. ἔρως.