ἱπποδιώκτας

ἱπποδρομία

ἱπποδρόμιος
ἱπποδρομία, ας () course de chevaux ou de chars, Pd. P. 4, 114 ; I. 3, 21 ; Xén. Hell. 3, 2, 5 ; au plur. Thc. 3, 104.
Étym. ἱππόδρομος.