Ἱπποκρατιππιάδης

ἱππόκρημνος

ἱπποκροτέομαι-οῦμαι
ἱππό·κρημνος, ος, ον, haut perché sur un cheval, fig. emphatique, Ar. Ran. 929.
Étym. ἵ. κρημνός.