ἱππομαχικός

ἱππόμαχος

Ἱππόμαχος
ἱππό·μαχος, ος, ον [] qui combat à cheval, Il. 10, 431 (ἱππόδαμος vulg.); Luc. Macr. 17.
Étym. ἵ. μάχομαι.