Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἱππηγέτης
ἱππηγός
ἱππηδόν
ἱππ·ηγός,
ός, όν,
c.
ἱππαγωγός,
Pol.
1, 26, 14 ;
DS.
20, 83
.
Étym.
ἵ. ἄγω
.