ἱππηλατέω-ῶ

ἱππηλάτης

ἱππήλατος
ἱππ·ηλάτης, ου () [] cavalier, Eur. Rhes. 117 ||
E Dor. ἱππηλάτας [ᾰᾱ] Eschl. Pers. 126.
Étym. ἵππος, ἐλαύνω.