ἱστιητόριον

ἱστιοδρομέω-ῶ

ἱστιόκωπος
ἱστιο·δρομέω-ῶ, cingler à pleines voiles, Pol. 1, 60, 9 ; DS. 3, 27.
Étym. ἱστίον, δρόμος.