ἱστοκεραία

ἱστοπέδη

ἱστοπόδη
ἱστο·πέδη, ης () partie d’un navire où s’emboîte le pied du mât, Od. 12, 51, 162 ||
E Dor. -πέδα, Alc. 18, 6.
Étym. ἱ. πέδη.