ἱστορέω-ῶ

ἱστόρημα

ἱστορία
ἱστόρημα, ατος (τὸ)
1 sujet d’enquête, question, Anacr. 4, 9 ||
2 récit, narration, DH. 2, 61 ; Arstd. t. 1, 24.
Étym. ἱστορέω.