ἱστουργική

ἱστουργός

Ἰστριανός
ἱστουργός, οῦ (ὁ, ἡ) qui tisse, tisserand ; masc. D. Alex. (Eus. P.E. p. 774, 3); fém. Jos. B.J. 1, 24, 3.
Étym. ἱ. ἔργον.