Ὀλμειός

ὁλμίσκος

ὁλμοκοπέω-ῶ
ὁλμίσκος, ου ()
1 petit gond de porte, Sext. M. 10, 54 ||
2 au plur. cavités des dents molaires, Ruf.
Étym. ὅλμος.