ὁλορριζεί

ὁλόρριζος

ὁλορρίζως
ὁλό·ρριζος, ος, ον, qui a toute sa racine, avec toute sa racine, Th. H.P. 3, 18, 5 ; fig. Spt. Prov. 15, 5.
Étym. ὅλ. ῥίζα.