ὁμαιχμέω-ῶ

ὁμαιχμία

ὅμαιχμος
ὁμαιχμία, ας () alliance militaire, confédération, Thc. 1, 18 ; App. Celt. 15 ||
E Ion. -ίη, Hdt. 7, 145 ; 8, 140.
Étym. ὅμαιχμος.