ὁμίχλη

ὁμιχλήεις

ὁμιχλοειδής
ὁμιχλήεις, ion. ὀμιχλήεις, ήεσσα, ῆεν, brumeux, nébuleux, sombre, Nonn. D. 35, 276 ; P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 191.
Étym. ὁμίχλη.