ὀμιχλόω-ῶ

ὁμιχλώδης

ὄμιχμα
ὁμιχλώδης, ης, ες, c. le préc. T. Locr. 99c ; Th. C.P. 5, 11, 3, etc.
Étym. ὁμίχλη, -ωδης.