ὁμοχρώματος

ὁμόχρως

ὁμόχωρος
ὁμό·χρως, ως, ων, gén. ωτος, c. les préc. Arstt. G.A. 3, 1 ; Th. Sens. 27, etc.
Étym. ὁ. χρώς.