ὁμοδημία

ὁμόδημος

ὁμοδίαιτος
*ὁμό·δημος, dor. ὁμό·δαμος, ος, ον [] qui est du même peuple, Pd. O. 9, 48 ; τινι, Pd. I. 1, 30, que qqn.
Étym. ὁμ. δῆμος.