ὁμογνωμονέω-ῶ

ὁμογνωμόνως

ὁμογνωμοσύνη
ὁμογνωμόνως, adv. d’un avis unanime, Lycurg. 201, 9 ; Isocr. 411b, etc.
Étym. ὁμογνώμων.