ὁμοιογονία

ὁμοιοειδής

ὁμοιοειδῶς
ὁμοιο·ειδής, ής, ές, de même apparence, de même espèce, Arstt. Phys. 1, 4, 13, etc. ; DH. 5, 213, 8 ; 429, 7 Reiske.
Étym. ὅμ. εἶδος.