ὁμοιογένεια

ὁμοιογενής

ὁμοιογονία
ὁμοιο·γενής, ής, ές, de même race, de même genre, Th. H.P. 8, 3, 1 ; Plut. M. 902c, etc.
Étym. ὅμ. γένος.