ὁμοιομέρεια

ὁμοιομερής

ὁμοιόμορφος
ὁμοιο·μερής, ής, ές, formé de parties semblables ou analogues, Anaxag. (Arstt. Cæl. 3, 3) ; Arstt. H.A. 1, 1 ; Meteor. 4, 10, etc. ; Th. C.P. 5, 2, 1.
Étym. ὅμ. μέρος.