ὁμοιόμορφος

ὁμοιόνομος

ὁμοιοπάθεια
ὁμοιό·νομος, ος, ον, régi ou réglé de la même manière, Phintys (Stob. Fl. 74, 61).
Étym. ὅμ. νέμω.