ὁμοιοπλατής

ὁμοιόπους

ὁμοιοπρεπής
ὁμοιό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, qui forme un pied semblable, t. de pros. Drac. 134, 1.
Étym. ὅμ. πούς.