ὁμοιοπρεπής

ὁμοιόπτερος

ὁμοιόπτωτος
ὁμοιό·πτερος, ος, ον, aux ailes ou plumes semblables, homœoptère, Arstt. H.A. 1, 1, 21.
Étym. ὅμ. πτερόν.