ὁμοιόρροπος

ὁμοιόρρυθμος

ὁμοιόρρυσμος
ὁμοιό·ρρυθμος, ος, ον, c. le suiv. Arstd. (W. 9, 423).
Étym. ὁμ. ῥυθμός.