ὁμοιοτέλευτος

ὁμοιότης

ὁμοιότονος
ὁμοιότης, ητος () similitude, ressemblance, Plat. Tim. 30c, Phædr. 240c, etc. ; au pl. Plat. Phæd. 82a, etc. ; Arstt. Nic. 6, 3, etc.
Étym. ὅμοιος.