ὁμοκλή

ὁμόκληρος

ὁμοκλῆς
*ὁμό·κληρος, dor. ὁμό·κλαρος, ος, ον [] qui a une part égale, Pd. O. 2, 89 ; N. 9, 11.
Étym. ὁμ. κλῆρος.