ὁμοκλήτειρα

ὁμοκλητήρ

ὁμόκλητος
ὁμοκλητήρ, ῆρος, adj. m. qui interpelle, qui exhorte par des cris ou des menaces, Il. 12, 273 ; 23, 452.
Étym. ὁμοκλάω.