Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὁμόπολις
ὁμοπολίτης
ὁμοπραγέω-ῶ
ὁμο·πολίτης,
ου
(
ὁ
) [
ῑ
] concitoyen,
Eustr.
Nic.
474, 18
.
Étym.
ὁμ. πολίτης
.